- ἐπαποστέλλω
- ἐπί-ἀποστέλλωsend offaor subj act 1st sgἐπί-ἀποστέλλωsend offpres subj act 1st sgἐπί-ἀποστέλλωsend offpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαποστέλλω — ἐπαποστέλλω (Α) 1. αποστέλλω κατόπιν, στέλνω μετά από άλλον («ἐπαποστεῑλαι στρατηγὸν ἕτερον», Πολ.) 2. στέλνω εναντίον κάποιου («ἐνίους δ ἐπί τῶν ἀγρῶν... ἐπαποστέλλων ἐδολοφόνησε», Πολ.) … Dictionary of Greek
ԱՌԱՔԵՄ — (եցի.) NBH 1 0300 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c (ʼի ձայնէս աք. այաք. իբր յոտս հանել.) ἁποστέλλω, ἑξαποστέλλω , ἑπαποστέλλω, πέμπω mitto, dimitto եւն. Դնել զոք ʼի ճանապարհ. արձակել ʼի տեղի ուրուք. յղել զմարդիկ կամ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)